Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010




Είχα κλείσει τα μάτια
για ν’ ατενίζω το φως.

Τυφλός.
Είχα κάψει τη φλόγα
για ν’ αναπνέω.

Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους τής σιγής
κ’ η ανάσα του χαμόγελου
δε γνώριζε τη μετάνοια.

Να δακρύζω
πάνω στα διάφανα χέρια μου
από μια διάφανη χαρά
που δεν επιθυμεί.

Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.
Πιο πέρα.
Εκεί που καταλύεται τ’ όνειρο
κι η φθορά έχει φθαρεί.

Κ’ ήρθες εσύ.

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Μπόγκαρτ


I was born when you kissed me. I died when you left me. I lived a few weeks while you loved me.

Γεννήθηκα όταν με φίλησες. Πέθανα όταν με άφησες. Έζησα για λίγες βδομάδες, όσο με αγαπούσες

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

Που εισαι - Τασος Λειβαδιτης




Έβρεχε εκείνο το βράδυ, έβρεχε
ανέβηκα τα σκαλιά κανείς στην κάμαρα
Έβρεχε;έτρεμε στ' ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα
Έβρεχε..

'Φεύγω μη ζητήσεις να με βρεις. Αγαπώ άλλον!', έγραφε
'Αγαπώ άλλον
Που είσαι; Που να πάω;
Φυσάει, κρυώνω
Που είσαι; Που να πάω;
Φυσάει, κρυώνω
Οι δρόμοι λασπωμένοι, κίτρινα φώτα, έβρεχε

Ζευγάρια αγκαλιασμένα κάτω απ' τις ομπρέλες τους
σε λίγο θα ανάβουνε το φως
Θα κοιτάζονται στα μάτια και θα πετάν από πάνω τους όλη τη μοναξιά
Οι φωτεινές ρεκλάμες ανοιγοκλείνουνε τα μάτια τους
Όλα στην εποχή μας διαφημίζονται γιατί όχι και αυτό ...
Έβρεχε

«Αγαπώ άλλον!»
Με κόκκινα πελώρια γράμματα θα 'ταν υπέροχη διαφήμιση
γιατί όχι και αυτό: ''Αγαπώ άλλον!"
"Θα αγαπώ άλλον''
Που είσαι;
Που να πάω;
Φυσάει κρυώνω
Που είσαι;

ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΤΙΚΟΝ Η - ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ





Μ’ έκλεισε μέσα η βροχή
και μένω τωρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες.

Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχή
ή δάκρυα από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης;
Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω
τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη,
αυτό βροχή, αυτό δάκρυα.

Στέγνη στέκομαι ανάμεσα
στα δύο ενδεχόμενα: βροχή ή δάκρυα,
κι ανάμεσα σε τόσα διφορούμενα:
βροχή ή δάκρυα,
έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε,
εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.
Το κάθε τελευταίο,
τελευταίο τ’ ονομάζω χωρίς επιφύλαξη.

Και μεγάλωσα πολύ
για να είναι αυτό αφορμή δακρύων.
Δάκρυα ή βροχή, πού να ξέρω;
Και μένω να εξαρτιέμαι από σταγόνες.
Και μεγάλωσα πολύ
για να περιμένω άλλο μέτρο όταν βρέχει
κι όταν δε βρέχει άλλο.
Σταγόνες για όλα.
Σταγόνες βροχής ή δάκρυα.
Από τα μάτια κάποιας μνήμης ή τα δικά μου.
Εγώ ή η μνήμη, πού να ξέρω;
Μεγάλωσα πολύ για να χωρίζω τους χρόνους.
Βροχή ή δάκρυα.
Εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Στον Ισκιο των πουλιών (αποσπασμα)- Αλκυονη Παπαδακη



Είναι κάτι νύχτες, που τ' αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες.
Και τα ξερά κλαδιά.
Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου.
Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα,
να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη,
ούτ' ένα λουλουδάκι. Ούτ' ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει.
Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της.
"Αυτάααα! Πού είχαμε μείνει;"
Σου λέει μ' όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα.
Είν' αυτές οι νύχτες, που τ' άστρα κατεβαίνουν χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν.
Είν' αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που
έχουν τα μάτια της μοναξιάς.
Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα.

Φερναντο Πεσσοα


Ζω πάντα στο παρόν. Το μέλλον δεν το γνωρίζω. Το παρελθόν δεν το έχω πια. Το ένα με βαραίνει σαν τη δυνατότητα
για όλα, και το άλλο σαν την πραγματικότητα του τίποτα. Δεν έχω ούτε ελπίδες ούτε νοσταλγίες. Γνωρίζοντας τι
ήταν η ζωή μου μέχρι σήμερα -τόσες φορές και τόσο έντονα αντίθετη προς τις επιθυμίες μου- δεν μπορώ να προβλέψω
για την αυριανή ζωή μου, παρά ότι θα είναι ακριβώς αυτό που δεν μπορώ να προβλέψω, αυτό που δεν επιθυμώ, αυτό
που θα μου επιβληθεί εκ των έξω, μέχρι και με τη μεσολάβηση της ίδιας μου της βούλησης. Δεν υπάρχει τίποτε στο
παρελθόν μου που να φέρνω ξανά στη μνήμη μου με μάταιη επιθυμία να επαναληφθεί. Δεν ήμουν ποτέ τίποτε παραπάνω
από τα ίχνη και το ομοίωμα του εαυτού μου. Το παρελθόν μου είναι ό,τι ακριβώς δεν κατόρθωσα να γίνω. Ούτε οι αισθήσεις
των περασμένων στιγμών δεν ξυπνούν τη νοσταλγία μου: η αίσθηση κατέχει τη συγκεκριμένη στιγμή· όταν αυτή περάσει, γυρί
ζει η σελίδα και η ιστορία συνεχίζει, όχι όμως και το κείμενο.

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Κ.Π Kαβαφης


Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Το κομμένο σχοινί ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ



Το κομμένο σχοινί
μπορείς να το ξαναδέσεις
θα κρατήσει πάλι, ωστόσο
θα ‘ναι κομμένο.

Ίσως πάλι ν’ ανταμώσουμε
μα εκεί που μ’ άφησες
δεν πρόκειται ποτέ
να ε ξαναβρείς.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΠΟΨΕ ΛΕΙΠΩ...ΜΑΡΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Απόψε λείπω

Δεν θα με βρείτε
σε κανένα ρήμα μέσα

Ούτε κι επίθετο δεν γίνομαι
Βαρέθηκα να ψάχνω ουσιαστικά
κατάλληλα για πρόταση.

Σε μια σκεπή θα κάτσω


Θα ξύνω με τα νύχια το φεγγάρι
Θα το γεμίσω τρύπες
και θα χωθώ μέσα του

Απόψε λείπω

Σκεπάστηκα με στάχτη

Μοιάζω με κείνη τη φωτιά
που ‘χα παλιά μέσα στα μάτια
Σβησμένη όμως και υγρή.

Στο τίποτα να κάνουμε παρέα
θες;

Να δούμε ποιος θα ξύσει περισσότερη
Σελήνη

Να δούμε ποιος θα βαρεθεί
να γδέρνει την ψυχή
και να γεμίζει τις πληγές με γκρίζο χώμα

Απόψε λείπω
Και ξέρω πως κανείς δεν θα με ψάξει..

ΠΟΤΕ... ΣΟΦΙΑ ΣΤΡΕΖΟΥ

Ποτέ δεν πληρώθηκα στην αγάπη
με πόνο πλήρωνα τον δικό σου πόνο
ακουμπώντας τον φόβο
της αποδοχής ή της απόρριψης
εκεί στην άκρη
αφημένη απέναντι,
στόχος παλιός
νύχτες να δέχεται βέλη
ειπωμένες λέξεις που μάτωναν
κύλαγαν σε τοίχους
υγραίνοντας άλλη μια φορά
τα μάτια μου...

Στα κρυφά μεταλάμβανα χαμούς
απροσδιόριστων συναισθημάτων
στο πουθενά τέλους αλάλητου
στη σιωπηλή σκοτεινιά άλλης μια νύχτας
που διαβάζονταν πόθοι κρυφοί
πίνοντας τις τελευταίες συλλαβές
μιας αγάπης που μόνον
στ' αστέρια καθρεφτιζόταν,
εκείνα άκουγαν για ταξίδια και στεριές
σε σκόρπια πέλαγα που άντεχαν
κύματα λησμονιάς, καρδιάς γεμάτης πεθυμιές
κι ας κρατιόταν στην ανομβρία
συντροφιά με μια θλίψη
φιλοξενούμενη στα πανδοχεία της ερήμου.


Ποτέ δεν πληρώθηκα στην αγάπη
με πόνο πληρώνω ακόμα όλα εκείνα
που μου χρεώθηκαν
πριν χορτάσω κι αυτή ακόμα τη γέννησή της...

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Ανν Σεξτον (αποσπασμα)

Ας το παραδεχτουμε, ημουν ελαχιστης διαρκειας.
Μια πολυτελεια. Ενα ανοιχτοκοκκινο καικι στο λιμανι...
Αυτη ειναι ανωτερη απ αυτο.
Ειναι η -πρεπει- να την εχω...
Σου δινω πισω την καρδια σου.
Σου δινω το ελευθερο...
Ειναι τοσο γυμνη κ μοναδικη.
Ειναι το αθροισμα του εαυτου σου κ του ονειρου σου.
Σκαρφαλωσε τη σα μνημειο,βημα το βημα. Ειναι στερεη.
Ως προς εμενα, ειμαι μια νερομπογια.
Ξεπλενομαι...

Ανν Σεξτον (αποσπασμα)

Ελα, μπουμεραγκ, ελα
κ παρε με γρηγορα!
Ειμαι ευθραυστη.
Κ ειχες ξοδευτει.
Εχασα κ πονεσα αρκετα,
αλλα για σενα οφειλω να λυγισω.

Ουιλιαμ Μπατλερ Γεητς

Eζησα πολλες ζωες.
Υπηρξα δουλος αλλα κ πριγκιπας.
Στα γονατα μου καθισαν πολλοι αγαπημενοι
κ εγω καθισα στα γονατα πολλων αγαπημενων.
Ο,τι υπηρξε θα υπαρξει ξανα.

Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι.
Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να κοιμάσαι,
θα σ' αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο
για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου.
Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα,
θα σ' αγκάλιαζα και θα σου 'δινα ένα φιλί
και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα.
Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου,
θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά.
Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ' έβλεπα,
θα έλεγα "σ' αγαπώ" και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.

Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες
για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει,
αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα,
θα ΄θελα να σου πω πόσο σ' αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω

Αλκυονη Παπαδακη

Αυτό που θα ήθελα απόψε, είναι τη ζωή μου πίσω. Αλλά δεν ξέρω απο ποιόν να τη ζητήσω. Τόσο τη σκόρπισα, τόσο την χαράμισα, τόσο τη δάνεισα, τόσο την ξερίζωσα. Απο ποιόν να τη ζητήσω τώρα.... Και τι ωφελεί.... Αυτό που θα ήθελα απόψε, τελικά, είναι ένας ώμος, να γείρω πάνω του και να κλάψω. Να κλάψω πολύ. Με λυγμούς. Με κραυγές. Να κλάψω για όλα. Για όσα αγάπησα. Για όσα ονειρεύτηκα. Για όσα ένιωσα. Για όσα περίμενα και δεν ήρθαν. Για όσα ήρθαν. Για όσα με πρόδωσαν . Για όσα με χαράκωσαν. Για όσα με θανάτωσαν. Για όσα με ανάστησαν. Να κλάψω πολύ. Με λυγμούς. Με κραυγές. Για όλα.... Να γείρω στον ώμο κάποιου και ν’ακούσω τη φωνή του, να μου πει ψυθιριστά : «Μη κλαίς». Μόνο αυτό. Τίποτ’άλλο.Μην κλαίς. Μόνο αυτό.....

Tασος Λειβαδιτης

Κι όταν σου πούν να με πυροβολήσεις
χτύπα με αλλού
μη σημαδέψεις την καρδιά μου.
Κάπου βαθιά της ζεί το παιδικό σου πρόσωπο.
Δε θάθελα να το λαβώσεις.

Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

Ζακ Πρεβέρ- τα νεκρα φυλλα

Αχ, πόσο εύχομαι να θυμάσαι

τις ευτυχισμένες εκείνες μέρες που ήμασταν φίλοι.

Η ζωή ήταν τότε πολύ πιο λαμπρή,

ζεστότερος κι ο ήλιος από σήμερα.

Νεκρά φύλλα μαζεμένα μια φτυαριά.

Βλέπεις, δεν έχω λησμονήσει.

Νεκρά φύλλα μαζεμένα μια φτυαριά,

αναμνήσεις μα και θλίψεις,

και ο βορινός αγέρας τα πάει μακριά

στην παγερή νύχτα της λήθης.

Βλέπεις, δεν έχω λησμονήσει

το τραγούδι που μου είχες τραγουδήσει:



Είναι ένα τραγούδι σαν εμάς.

Ζήσαμε οι δυο μαζί,

εσύ που με αγαπούσες

κι εγώ που σε αγαπούσα.

Μα η ζωή χωρίζει όσους αγαπιούνται

πιο τρυφερά, με κρότο κανένα

κι η θάλασσα από την άμμο σβήνει

των εραστών τα ίχνη που έχουνε χωρίσει.



Νεκρά φύλλα μαζεύονται, νεκρά φύλλα στοιβάζουν

σαν τις αναμνήσεις, ακριβώς όπως οι θλίψεις.

Μα η αγάπη μου η σιωπηλή και η πιστή

χαμογελά πάντα και ευγνωμονεί τη ζωή.

Σε αγαπούσα τόσο, ήσουν υπέροχη.

Πώς είναι δυνατόν να σε έχω λησμονήσει;

Τότε η ζωή ήταν πολύ πιο λαμπρή,

ζεστότερος κι ο ήλιος από σήμερα.

Η πιο γλυκιά μου φίλη ήσουνα,

μα το να λυπάμαι είναι το μόνο που μου μένει.

Αυτό το τραγούδι που κάποτε άκουγα να μου τραγουδάς εσύ

ξανά και ξανά θα ακούω.

Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κόσμος καὶ ἡ ποίηση (Ν. Βρεττακος)

Ανάσκαψα ὅλη τη γῆ νὰ σὲ βρῶ.
Κοσκίνισα μὲς τὴν καρδιά μου τὴν ἔρημο· ἤξερα
πὼς δίχως τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι πλῆρες
τοῦ ἥλιου τὸ φῶς. Ἐνῷ, τώρα, κοιτάζοντας
μὲς ἀπὸ τόση διαύγεια τὸν κόσμο,
μὲς ἀπὸ σένα - πλησιάζουν τὰ πράγματα,
γίνονται εὐδιάκριτα, γίνονται διάφανα -
τώρα μπορῶ
ν᾿ ἀρθρώσω τὴν τάξη του σ᾿ ἕνα μου ποίημα.
Παίρνοντας μία σελίδα θὰ βάλω
σ᾿ εὐθεῖες τὸ φῶς

Eκεινο-Λειβαδιτης

Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκαιρο
η νοσταλγία του ανέκφραστου-σαν τη θολή, αόριστη
ανάμνηση απ’ τη γεύση ενός καρπού,
που ’φαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουν παιδί,
μια μέρα μακρινή, λιόλουστη—και θέλεις να τη θυμηθής
κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου
γεμίζουν τότε απόνα θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.
Ή ίσως κι από δάκρυα.

Γι’ αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που
Κλαίει.
Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του,
Φιμωμένο και γιγάντιο,
Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

Ευα Ομηρολη

” Αν είναι να αναλωθείς, καταναλώσου για το άγνωστο που έχει πιότερες ελπίδες απο το πεπραγμένο. Το “ήδη” είναι ανίκητο, για αυτό ένα “θα” μας πείθει πάντα όλους. Όμως, ο φόβος βρίσκει νόημα στο πιο μηδαμινό και θέλει τόλμη. Τόλμη είναι να χυθείς ολάκερος, ορμητικά ρευστός, με την κραυγή ενός ΝΑΙ να τα κάνεις όλα να σιγήσουν. Γιατί το να “δεχτείς” είναι το δύσκολο ακόμη και αν νομίζουν ότι υποτάσσεσαι. Η απόλυτη ελευθερία είναι η γενναιότητα μιας τόσης δα αποδοχής..
… Δέχομαι το άγνωστο, δέχομαι τις ήττες μου, δέχομαι τα λάθη μου μαζί με τα σωστά. Το ΜΟΝΟ που επιθυμώ είναι να έχω πάντα επιθυμίες. Τις χτίζω θέλω θέλω, πέτρα πέτρα, δε βιάζομαι. Γιατί “βιάζομα锨σημαίνει προσπαθώ να παρακάμψω όλα τα εμπόδια που με χωρίζουν από το στόχο μου και εμένα στόχος μου είναι όλα τα εμπόδια. ….
Για να μην αφεθώ στην τύχη, κάνω όνειρα. Ο άνθρωπος που δεν κάνει όνειρα είναι το θύμα του τυχαίου. Ή του μοιραίου.”Να μπορούσα μονάχα να βγω στους δρόμους και να φωνάζω “ονειρετείτε!!” …

Mανολης Αναγνωστακης

ΙΙΙ

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
Κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά

Κάμε να σ' ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου
Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας
Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.

(Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς
Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε
Κανένας με γνώριζε.)

Λειβαδιτης (Βροχη)

Αντιο , λοιπον. Ας ανοιξουμε την ομπρελα μας κ ας προσπερασουμε βιαστικα το τελος μιας εποχης.

Λειβαδιτης (οι γερανοι)

Καποτε θα μας πνιξουν τοσα ανειπωτα λογια.

Λειβαδιτης (οι ορτανσιες)

Πηραμε τους μεγαλους δρομους που δε βγαζουν πουθενα...

Λειβαδιτης (Αυτοπροσωπογραφια)

Τοσο φοβισμενος, που οταν μου επαιρναν κατι τους ευγνωμονουσα που μου αφηναν τουλαχιστον την αναμνηση του.

Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας-Λειβαδιτης (αποσπασματα)

Δώσ' μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ' όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή.
...
Πως θ' άνοιγα μια πόρτα όταν δε θα 'τανε για να σε συναντήσω
πως να διαβώ ένα κατώφλι αφού δε θα 'ναι για να σε βρω.
Ήταν σα να 'χε πεθάνει κι η τελευταία ανάμνηση πάνω στη γη.
...
Που είναι λοιπόν ένα χαμόγελο να μας βεβαιώσει πως υπάρχουμε...
...ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.
Kι ήταν σα να 'χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη.
...
Σ' εύρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.
...
Ύστερα ερχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ' όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ' όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας. Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.
...
Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου
τότε που μου χαμογελούσες.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
...
Θυμάσαι εκείνη τη νύχτα που κοιτάζαμε ώρες τον ουρανό
Σε ένιωθα μέσα στα χέρια μου να τρέμεις.
«Αστέρια μου, είπα, κάντε την αγάπη μας λαμπερή κάντε την αγαπημένη μου χαρούμενη. Αστέρια μου, καλά μου αστέρια, κάντε εγώ και εκείνη να πεθάνουμε μαζί»
Κι έτσι αυτή την νύχτα Είχαμε στην μέση των άστρων για πάντοτε παντρευτεί.
...
Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου.
Δινόσουν ολάκερη Και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
Παραμονο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.
Καθώς γδυνόσουν θρόιζαν τα φύλλα ενός δάσους μακρινού.
Ο ουρανός ξαστέρωνε μονομιάς καθώς γδυνόσουνα.

Σα μια αγκαλιά άσπρα λουλούδια
τα εσώρουχά σου πάνω στην καρέκλα.
Κι ύστερα τίποτ’ άλλο παρά η αγάπη μας
τίποτ’ άλλο παρά εγώ και συ
κι ούτε χτες ούτε αύριο
τίποτ’ άλλο παρά μόνο τώρα..
….Σε σκέπαζα ύστερα με το σεντόνι.
Το παιδί μας θάθελα να σου μοιάζει έλεγα.
Όχι, έκανες εσύ.
Το παιδί μας θάθελα να μοιάζει εσένα
...
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά - θυμάσαι;
- μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια.
Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Θυμάσαι, αγάπη μου, "την πρώτη μεγάλη μέρα μας";
...
Κι όταν πεθάνουμε, αγαπημένη μου, εμείς δε θα πεθάνουμε.
Αφού οι άνθρωποι θα κοιτάζουν το ίδιο αστέρι που κοιτάξαμε
αφού θα τραγουδάνε το τραγούδι που αγαπήσαμε
αφού θα ανασαίνουν σ’ έναν κόσμο,
που εγώ κι εσύ τον ονειρευτήκαμε
ε, τότε, αγαπημένη, θα ‘μαστε πιο ζωντανοί από κάθε άλλη φορά
...
Πού είσαι αγαπημένη μου;
Θυμάσαι την ώρα που σ’αποχαιρέτησα και το μυρωμένο φιλί
που αποτύπωσες στα χείλι μου;
Εκείνο το φιλί μου έμαθε πώς όταν δυο άνθρωποι ενώνονται στα Έρωτα.
Αποκαλύπτουν ουράνια μυστικά
που η καρδιά δεν μπορεί να προφέρει!
Τα φθαρτά σώματά μας θα πρέπει να χωρίσουν για κάποιο φθαρτό σκοπό,
αλλά το πνεύμα παραμένει ενωμένο στα χέρια της αγάπης.

Θα ξανασυναντηθούμε μια μέρα
Και τότε όλα τα αστέρια
και όλα τα τραγούδια
θα είναι δικά μας.

Τάσος Λειβαδίτης - Οι τελευταίοι (Απόσπασμα)

Νύχτα. Κι οι δυο σκιές, εκεί, στο ερημωμένο οικόπεδο
σαν δυο μικρά έντομα πιασμένα,
στην πελώρια αράχνη του φεγγαριού.

Κάθε τόσο ακουγόταν πυροβολισμοί στο βάθος.
-Μα δε βλέπεις, χαθήκαν όλα. Φύγε! Είπε εκείνη.
Ο άντρας φόρεσε το κράνος του. Δε μίλησε.
-Λυπήσου τη ζωή σου, του ξανάπε. Σ’ αγαπώ!
Και πάλι ο άντρας δε μίλησε.
Τη φίλησε βιαστικά και χάθηκε μες στο σκοτάδι.
Πολεμούσε.

Τον ξαναντάμωσα έπειτα από χρόνια.
Έβγαινε με τα χέρια στις τσέπες από να σφαιριστήριο.
Με γνώρισε.
«Παρά λίγο να σκοτωθώ τότε» είπε
«Τώρα πάνω σ αυτά τα ξύλινα ανθρώπινα ομοιώματα
προσπαθώ να σκοτώσω ότι απόμεινε από μένα.» Γέλασε...
Κι ύστερα μ έναν άλλο τόνο-σχεδόν εκδικητικό:
«Μου δίνεις πενήντα δραχμές;;; ξέρεις,
έχω δυο χρόνια να κοιμηθώ με γυναίκα.»

Και θυμήθηκα εκείνη τη ραγισμένη φωνή
μέσα στην παγωνιά του φεγγαριού..
«Λυπήσου τη ζωή σου. Σ' αγαπώ !!!»
Και πέφταν πυροβολισμοί και δε μας σκότωναν...

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Aλκυονη Παπαδακη

Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της και καλωσόριζε τα όνειρά μας....
Αν το καράβι μας έφτανε φωταγωγημένο στο λιμάνι που είχαμε διαλέξει....
Αν στην προβλήτα μας περίμεναν, με ανθοδέσμες και χειροκροτή,ατα ,όλοι αυτοί που αγαπήσαμε....
Αν τόσες φορές ,παρασυρμένοι από το τραγούδι των σειρήνων,δεν είχαμε χάσει τη ρότα μας....
Αν δεν είχαμε κρυφτεί λαθραία σε λάθος όνειρα....
Αν όλα αυτά που γυάλιζαν και τα μαζέψαμε με τόση αφοσίωση και στοργήξέραμε από την αρχή πως δεν ήταν χρυσάφι.....Μπορεί και να το ξέραμε ,αλλά μας έφαγε η ουτοπία.
Αν δεν είχαμε ξεπουλήσει σε γαλίφηδες εμπόρους τα τιμαλφή μας,για λίγες γουλιές παρηγοριάς....
Αν δεν είχαμε αφήσει την πόρτα της ψυχής μας ανοιχτή,για να βρουν άσυλο οι κατατρεγμένοι....Τι απερισκεψία κι αυτή!Πάντα τους ληστές τους περνούσαμε για κατατρεγμένους.
Αν ξέραμε να διαβάζουμε εγκαίρως τα σημάδια των καιρών και να προβλέπουμε καταιγίδες.......
Αν φορούσαμε στολές παραλλαγής....Αυτό είναι σίγουρο μέσον για να πετύχεις.Μα εντελώς το αψηφήσαμε!
Εμείς ακόμα και τη νιτσεράδα για τις βροχές που κάποιος προνοητικός-δεν μπορεί πάντα υπάρχει ένας τέτοιος στο περιβάλλον μας-έχωσε στις αποσκευές μας,τη χαρίσαμε στον πρώτο τεμπέλη ψαρά.Έτσι.....Γιατί μας άρεσε το χαμόγελό του.....
Αχ,αυτή η λάθος εκτίμηση....Ο υπερβάλλων ζήλος...Η περιττή γεναιοδωρία!
Αν είχαμε υψώσει έναν τοίχο για να προστατέψουμε τη ζωή μας...Ένα ανάχωμα έστω.Μια ξερολιθιά.
Αν δεν είχαμε μπερδέψει τα σημεία του ορίζοντα και περιμέναμε να βγει ο ήλιος από τη δύση...Πόσος χαμένος χρόνος ,αλήθεια!
Αν δεν χαμογελούσαμε ,με κείνο το ηλίθιο χαμόγελο,σ'αυτόν που ερχόταν καταπάνω μας μ'ενα σουγιά....Λέγαμε αποκλείεται!Άλλη θα είναι η πρόθεσή του.
Αν δεν δίναμε ραντεβού με την ψυχή μας ,πέρα από τα όριά της....
Αν δεν κάναμε τον κλόουν,με στόχο να διασκεδάσει η ομήγυρις και να ξεχάσει τον καυμό της....
Αν όλος ο κόσμος ήταν ένα κουκούλι που θα μας προστάτευε και μέσα εκεί,με όλη μας την άνεση,θα γινόμασταν από σκουλήκια πεταλούδες.....
Αν...Αν....
Αν ήταν όλα.... αλλιώς!
Άντε καλέ!
Μα τότε ,πως θα ξεχωρίζαμε το φως που κλείνου μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας;

ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ – Το Χρώμα του Φεγγαριού

(…)
Αύριο θα ‘ναι μια καινούρια μέρα, αγόρι μου. Πλύσου, χτενίσου, ψιθύρισε ένα τραγουδάκι και ξεκίνα.
Δεν ξέρω τίποτα άλλο να σου πω. Έζησα τόσα χρόνια σε τούτη τη γη. Δεν αρνήθηκα ποτέ τα λάθη μου.
Δε γουστάρω τους ανθρώπους που είναι ατσαλάκωτοι. Αξίζει να ζεις μέσα στη γυάλα, από το φόβο μην
πληγωθείς; Αξίζει να βάζεις αμπάρες στην ψυχή σου, από το φόβο μην μπει κανείς και σε ληστέψει;
Ζήσε τη ζωή σου ελεύθερα. Κι όταν τσακίζεσαι, να ‘χεις το θάρρος να λες: Με γεια μου με χαρά μου.
Φτου κι από την αρχή τώρα. Όχι κακομοιριές και κλαψούρες. Η ζωή είναι όμορφη, παλικάρι μου, μόνο
όταν τη ζεις. Όταν κυλιέσαι μαζί της. Πότε σε λασπουριές και πότε σε ροδοπέταλα. Κράτα τις αναμνήσεις σου και προχώρα….
(…)

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Eυα Ομηρολη

Τέτοια ομορφιά στη ζωή μου δεν ξανάδα. Το στόμα της έμοιαζε σαν να βύζαινε ολημερίς δαμάσκηνα- κατακόκκινα χείλη, πληγωμένα απ' τις ηδονές που δεν χόρταινα να φιλώ, να γεύομαι. Και καθώς γέμιζε ο έρωτας μας απο χρόνο κι εμπειρίες και φτάσαμε πια να γελάμε με τα ίδια αστεία κι όλες οι αναμνήσεις μας να' ναι κοινές, συνειδητοποίησα με τρόμο πως η ζωή μου είχε στ' αλήθεια αρχίσει μες στα μάτια της. Στα μάτια της που σαν αβασίλευτοι ήλιοι έκλειναν πάνω στα "σ' αγαπώ" μου. Και δεν μου ζήτησε ποτέ τίποτα, πανέτοιμη να δώσει τα πάντα μέσα απο μια προσφορά-ανακούφιση. Και η μόνη της ανάγκη ήταν να τα δεχτώ.
Έτσι κλεισμένοι μες στον έρωτα, σαν αναυαγοί σε νησί ερημικό, ζούσαμε απόκοσμα και κρυφά κι ούτε μια στιγμή δεν σκεφτήκαμε την ώρα του τέλους, το χωρισμό. Στο δικό μας ξεχασμένο κόσμο, οι ώρες που ήμασταν χωριστά ήταν διαλείμματα έξω απ' την ζωή και καταντήσαμε να ζούμε μες στην αναμονή της επόμενης συνάντησης."

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Eυα Ομηρολη

"Ο ευατός μας είναι το μόνο που έχουμε σίγουρα. Μπορούμε να μοιραστούμε ένα κομμάτι μας με κάποιον, αλλά δεν πρέπει να του το δώσουμε. Γιατί, όσο κοντά μας κι αν είναι αυτός ο κάποιος, το κομμάτι που πριν ήταν δικό μας, πάντοτε θα μας λείπει. Σκέψου, με κάποιον που αγαπάς μοιράζεσαι το σώμα σου- τα χέρια σου, το κεφάλι σου, το στήθος σου.. Φαντάσου να κόψεις το χέρι σου και να του το χαρίσεις. Όσο κοντά σου κι αν είναι αυτός ο κάποιος, εσύ θα είσαι για πάντα πια με ένα χέρι. Κι αργά ή γρήγορα, θα βρεθείς αντιμέτωπος με την αλήθεια: όσο κι αν σε αγαπά, θα προτιμούσε να ήσουν αρτιμελής!"

Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή συμφωνία ΧVI

Δε μας νοιάζει
τι θ' αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.

Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.

Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή τού απείρου.

Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.

Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.

Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα τής θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.

Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.
Κλείσε τα μάτια.

Ευα Ομηρολη

"O έρωτας; Ψάχνει να νιώσει την ψυχή να γοητεύεται, να ερεθίσει τ' άψυχα χωρίς ντροπή, να δώσει και να δώσει χωρίς ν' αφήσει τίποτα. Να ξεχειλίσουν οι αισθήσεις, να πνιγείς στην ηδονή. Να χάσεις και το τέλος, να ξεχάσεις την αρχή. Ο έρωτας είναι η ανάγκη της ψυχής μας που αφουγκράζεται. Με την πρώτη ευκαιρία θα βγει να μας θερίσει. Ο έρωτας είναι εκείνο που παραμονεύει στην σκιά. Το πιο μάταιο απ' όλα τ' άλλα. Το τέλειο."

Αλκυονη Παπαδακη

Να ονειρεύεσαι, μου 'λεγε ένας φίλος που μ' αγαπούσε και με ήξερε καλά. Τα όνειρα, συνήθως, προδίδουν. Παραπλανούν. Καμιά φορά και σκοτώνουν.
Όμως, δε γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι. Δεν έχει νόημα. Δεν έχει ουσία.
Να ονειρεύεσαι!
Κοίτα μόνο να 'χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου. Τότε σώζεσαι.
Και ποιά είναι η έξοδος κινδύνου; Τίποτα δεν είναι στη ζωή το παν! Έχει και παρακάτω ...; Έχει κι άλλο ...; Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα! Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου! Όταν ένας άνθρωπος έχει ενδώσει εντελώς στο πάθος του, είναι μάταιο να προσπαθείς να του αλλάξεις τακτική. Είναι όπως ακριβώς ο τζόγος. Όσο χάνεις, τόσο κολλάς. Έχει μια περίεργη γλύκα η αυτοκαταστροφή.

Κικη Δημουλα

...πάλι σε συγχωρώ
πάλι σε ονειρεύτηκα
αύριο πάλι αύριο
θα σου το ξαναπώ
πάλι θα μου ζητήσεις
λογική εξήγηση
πάλι θα σου απαντήσω ότι
να αντέξεις είναι το ζητούμενο
όχι να καταλάβεις...

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Rainer Maria Rilke

Σβήσε τα μάτια μου, μπορώ να σε κοιτάζω
τ' αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ' ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να 'ρθω σ' εσένα και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω
σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη,εγώ μέσα στο αίμα μου θα σ' έχω πάλι...

Kατερινα Γωγου

Είναι επειδή είμαστε παρέα με το παιδί
κι αμέτρητες φορές- αγκαλιά απʼτη μέση
μετρήσαμε τʼάμέτρητα τʼάστρα
και κείνα που λέγανε για καλύτερα χρόνια
τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό
για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
τα πλοία που δεν άραξαν
κι είναι επειδή μια και κάτω
κατεβάσαμε όλα τα ξινισμένα κρασιά
και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
γεμάτα παράπονο-παιδιακίσα πράγματα-
τον Ιούλιο κάποτε
Γιʼαυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γιʼαυτό αν τύχει και μʼαγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
πώς θα μʼαγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ .
Κι εκεί.»

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Mε την πρωτη σταγονα της βροχης (Οδυσσεας Ελυτης)

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!

Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα

Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας
τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας
τώρα που οι μακρυνές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα

Κι είμαστε μόνοι ολομόναχοι
τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.

Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα

Pablo Neruda

Μπορώ να γράψω απόψε τους πιο θλιμμένους στίχους
Να γράψω λόγου χάρη
«Ξάστερη που΄ναι η νύχτα ,γαλάζια τουρτουρίζουν στον ουρανό τʼ αστέρια».
Νύχτα και στροβιλίζεται μελωδικά τʼ αγέρι

Μπορώ να γράψω απόψε τους πιο θλιμμένους στίχους:
Την αγάπησα. Κάποτε μʼαγάπησε και εκείνη.
Σε νύχτες σαν και τούτη στα χέρια μου την κράτησα, την φίλησα χίλιες φορές κάτω απʼ το φως τον άστρων.

Πώς να μην αγαπήσω ταʼ απέραντα της μάτια;
Η ίδια η νύχτα κάνει να ασπρίζουν τα ίδια δέντρα.
Εμείς, οι εμείς του τότε, δεν είμαστε πια ίδιοι.

Τώρα πια δεν την αγαπώ και ας την αγάπησα τόσο.
Αέρι η φωνή μου γινόταν για να παίξει στο αυτί της.

Τώρα κάποιου άλλου θαʼναι, όπως πριν των δικών μου φίλιων, το κορμί της και τα απέραντα μάτια.

Όχι πια δεν την αγαπώ, αν και ίσως να γελιέμαι.
- Η αγάπη αν είναι σύντομη, ράθυμη η λησμοσύνη-

Ακόμα κι αν τούτος ο πόνος είναι ο στερνός που μου δίνει κι αν οι στίχοι αυτοί θα ναι οι στερνοί που της γράφω.

Απουσια (Pablo Neruda)

Μόλις σε άφησα,
έρχεσαι μαζί μου, κρυστάλλινη
ή τρεμάμενη,
ή ανήσυχη, πληγωμένη από μένα
ή ξέχειλη από έρωτα,
καθώς τα μάτια σου
σφαλίζονται πάνω στο δώρο της ζωής
που αδιάκοπα σου αφήνω.

Αγάπη μου,
συναντηθήκαμε
διψασμένοι και
ήπιαμε όλο το νερό και το αίμα,
βρεθήκαμε
πεινασμένοι
και δαγκωθήκαμε
όπως δαγκώνει η φωτιά,
αφήνοντας πάνω μας πληγές.

Αλλά περίμενέ με,
φύλαξέ μου τη γλύκα σου.
Εγώ θα σου δώσω
κι ένα τριαντάφυλλο.

H φυγη (Γιωργος Σεφερης)

Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.

H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.

Kι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ' όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.

Ντινος Χριστιανοπουλος

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Nα μεινει (Καβαφης)

Η ωρα μια την νυχτα θατανε,
ή μιαμισυ.
Σε μια γωνια του καπηλειου,
πισω απ'το ξυλινο το χωρισμα.

Εκτος ημων των δυο το μαγαζι ολως διολου αδειο.
Μια λαμπα πετρελαιου μολις το φωτιζε.
Κοιμουντανε, στην πορτα, ο αγρυπνισμενος υπηρετης.

Δεν θα μας εβλεπε κανεις. Μα κιολας
ειχαμεν εξαφθει τοσο πολυ,
που γιναμε ακαταλληλοι για προφυλαξεις.

Τα ενδυματα μισανοιχθηκαν-πολλοι δεν ησαν
γιατι επυρωνε θειος Ιουλιος μηνας.

Σαρκας απολαυσις αναμεσα
στα μισοανοιγμενα ενδυματα,
γρηγορο σαρκας γυμνωμα-που το ινδαλμα του
εικοσι εξι χρονους διαβηκε. Και τωρα ηλθε
να μεινει μες στην ποιησιν αυτη.

Αν με ξεχασεις (Pablo Neruda)

Ένα
θέλω να ξέρεις.

Ξέρεις πώς είν'αυτό:

Αν κοιτάξω
το κρυστάλλινο φεγγάρι, το κόκκινο κλαδί
του αργού φθινοπώρου στο παράθυρό μου,
αν αγγίξω
πλάι στη φωτιά
την ατάραχη στάχτη
ή το ρυτιδωμένο σώμα του ξύλου,
όλα με φέρνουν σε σένα,
λες και ό,τι υπάρχει,
αρώματα, φως, μέταλλα,
είναι μικρά πλεούμενα που ταξιδεύουν
προς τα νησιά σου που με περιμένουν.

Μα..
Αν λίγο λίγο πάψεις πια να μ'αγαπάς,
θα πάψω κι εγώ να σ'αγαπώ.. λίγο λίγο.

Κι αν ξαφνικά με ξεχάσεις,
μην ψάξεις να με βρεις
θα σ'έχω ήδη λησμονήσει.

Αν θεωρήσεις ότι κρατάει πολύ κι είναι τρελός
ο άνεμος από σημαίες
που περνάει απ'τη ζωή μου
κι αποφασίσεις
να με αφήσεις στην όχθη
της καρδιάς που έχω ρίζες,
σκέψου
πως εκείνη τη μέρα,
την ώρα εκείνη,
θα σηκώσω τα χέρια
και θα βγουν οι ρίζες μου
για να βρούνε άλλη γη.


Όμως
αν κάθε μέρα,
κάθε ώρα,
νιώθεις προορισμένη για μένα
με γλυκύτητα αψεγάδιαστη..
Αν κάθε μέρα ανεβαίνει
ένα λουλούδι στα χείλη σου για να με βρει..

Αχ αγάπη μου, δικιά μου,
μέσα μου όλη τούτη η φωτιά θα επαναλαμβάνεται.
Μέσα μου τίποτα δε θα σβήσει ούτε θα ξεχαστεί..
Η αγάπη μου τρέφεται από την αγάπη σου, αγαπημένη,
κι όσο θα ζεις, θα είναι μες στην αγκαλιά σου,
χωρίς απ'τη δική μου να φύγει.

Γυμνο σωμα (Γιαννης Ριτσος)

Ι.
Είπε:
ψηφίζω το γαλάζιο.
Εγώ το κόκκινο.
Κι εγώ.

Το σώμα σου ωραίο
Το σώμα σου απέραντο.
Χάθηκα στο απέραντο.

Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.

Όσο απομακρύνεσαι
Σε πλησιάζω.

Ένα άστρο
έκαψε το σπίτι μου.

Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.

Η γλώσσα μου στο στόμα σου
η γλώσσα σου στο στόμα μου-
σκοτεινό δάσος.
Οι ξυλοκόποι χάθηκαν
και τα πουλιά.

Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.

Τα χείλη μου
περιτρέχουν τ' αφτί σου.

Τόσο μικρό και τρυφερό
πως χωράει
όλη τη μουσική;

Ηδονή-
πέρα απ' τη γέννηση,
πέρα απ' το θάνατο.
Τελικό κι αιώνιο
παρόν.

Αγγίζω τα δάχτυλα
των ποδιών σου.
Τι αναρίθμητος ο κόσμος.

Μέσα σε λίγες νύχτες
πως πλάθεται και καταρρέει
όλος ο κόσμος;

Η γλώσσα εγγίζει
βαθύτερα απ' τα δάχτυλα.
Ενώνεται.

Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ο σφυγμός μου.

Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κι εννιά δευτερόλεπτα.

Τι να τα κάνω τ' άστρα
αφού λείπεις;

Με το κόκκινο του αίματος
είμαι.
Είμαι για σένα.

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Παραιτηση (Σοφια Στρεζου)

Ποιος φεύγει πρώτος
και ποιος νοιάζεται,
ο πόνος είναι ίδιος
σε ανοιχτές γραμμές αποχωρισμού
όταν τα αισθήματα κόβονται
μοιράζονται σε ξένες στεριές
με πολιορκίες ψεύδους
με αιμορραγούμενα άλλοθι
στην ηχώ μιας απουσίας
στους αδιάφορους μαγνητισμούς του λευκού
που τώρα έλκουν την δική σου παράνοια
νοσηλεύοντας τις μνήμες
εκείνες που μια-μια έχτισες
σε άδεια κάμαρα
κλείνοντας όλα τα παράθυρα στο φως.

Φτωχότερες οι λέξεις, δεν κραυγάζουν
δεν συνωμοτούν στην άκρη του απεγνωσμένου,
εμφυτεύουν απώλειες διπλωμένες
σε μαντήλια που χώρεσαν δάκρυα
μιας φυγής ανυπότακτης
με κλεμμένα λάφυρα ασήμαντης νίκης
στην σημαντικότητα μιας ήττας
που κέρδισε χρόνο με σπασμένες μέρες
γεμάτες ήλιο και φεγγαριού λάμψεις.

Τώρα οι νύχτες επιστρέφουν
κι οι πτώσεις γίνονται πτήσεις
σ' ανείπωτες αλλαγές που ο καιρός φέρνει
στα σύνορα των ποιημάτων
καταγράφοντας την δική σου παραίτηση.

Σοφια Στρεζου

Έφτανε ένα καλοκαίρι
για να παγιδεύσει ένα τίποτα
ένα βλέμμα κρυμμένο
σε μοναχικά ταξίδια
εξερευνώντας μια σκιά σε άδειο δωμάτιο
με το φθινόπωρο να φέρνει φθορά
σε πνιγμένες σιωπές
χωρίς να φθάνει η ανατροπή
από την υπέρβαση που δεν έγινε ποτέ.

Έμειναν οι χάρτες που τα λόγια ζωγράφιζαν
όταν ακούμπαγαν στις πληγές
που με δάκρυα πλένονταν
με φωνές
με θυμό
με αγάπη
στάζαν λέξεις τα ποιήματα.

Έφευγαν-γύρναγαν-ξαναγύρναγαν
για να φράξουν αισθήματα
νερά που έτρεχαν αλόγιστα
στο ποτάμι της μοναξιάς
να συλλέγουν
να κάνουν φράγματα
να περισσεύει το κύμα
που στον βράχο έσπαγε
στο τέρμα της απόκρυφης σκέψης
εκεί που το αδύνατο έσμιγε με το δυνατό
κι έπρεπε να αντιμετωπισθεί
ως πράξη αρχής που γίνεται τέλος
χωρίς ελπίδα
χωρίς ίχνη στη διαδρομή
που το ρεύμα ακολουθεί παράφορο
σε ώρες
σε χρόνο
σαν παράλογο
σαν παράνομο
σαν παράπονο
γητεύοντας πληγωμένες αισθήσεις
σε φεγγαρολουσμένα τοπία.

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Θυμασαι, θυμασαι...(Μπουλωτης Χρηστος)

Σε μια ξένη πόλη ούτε δική μου
ούτε δική σου, εκεί σε πρωτοείδα
Μπορεί και να μ΄ήξερες από παλιά
κι απλά με ξαναβρήκες.
Κι έβρεχε, χωρίς ομπρέλα... Δείτε περισσότερα
ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ;

την άλλη κιόλας μέρα φτιάξαμε ένα τρένο
κίτρινο κόκκινο μπλε το βάψαμε
και ταξιδεύαμε τη γη..
νύχτες ταξιδεύαμε
στον ουρανό..
αστέρι και σταθμός
ΘΥΜΑΣΑΙ;

βρήκες το πιο μακρινό αστέρι
κι είπες να το γυαλίσουμε
να του φυτέψουμε μια λέυκα
να μείνουμε για πάντα εκεί
ΘΥΜΑΣΑΙ;

όταν σου έδινα πορτοκάλι
πήγαινε να πει μόνο μαζί σου ταξιδεύω.
Με πέντε πορτοκάλια κάναμε πορτοκαλάδα
την πίναμε μισή μισή
ΘΥΜΑΣΑΙ;

Κι έτρεχα κάθε άνοιξη σ΄όλη τη γη
να βρω το πρώτο πρώτο λουλούδι
για σένα βέβαια..
Κατέβαινες στα βάθη του ωκεανού εσύ
και μου ΄φερνες ένα κοχύλι
ΘΥΜΑΣΑΙ

Άμα στο ζήταγα γινόσουνα ποτάμι λίμνη θάλασσα ωκεανός..
Κι όταν το ζήταγες γινόμουνα κι εγώ
ΘΥΜΑΣΑΙ;

Μου έστελνες στον ύπνο μου όνειρα
καλοπλυμένα, καλοχτενισμένα
και τα δικά σου όνειρα εγώ τα ετοίμαζα.
ΘΥΜΑΣΑΙ;

θυμάσαι τότε που κατέβηκα στον ύπνο σου μ΄ ένα τεράστιο ροζ αερόστατο;
Σου χάρισα ένα μύλο
να τον κρατάς γερά
γιατί φοβόσουν τα σκοτάδια.
Μου χάρισες έναν ολόιδιο κι εσύ
το θυμάσαι ακόμη;

Μια νύχτα χάθηκες σένα μεγάλο δάσος
Είχες το μύλο δε φοβήθηκες...
κι έτρεξα και σε βρήκα
Μου χάρισες ένα χρυσόψαρο
που μέτραγε ως τα χίλια
κι ένα τζιτζίκι
και μια ζίνα
κι ένα πουκάμισο άσπρο..
το θυμάσαι;

και σου μάθα να ζωγραφίζεις
κάμπους και ποτάμια.
Μη πατάς πολύ το μολύβι σου ΄λεγα.
Μια αγκαλιά ψυχές το τοπίο
κι οι ψυχές δεν έχουν περίγραμμα
ΘΥΜΑΣΑΙ;

Και μου μάθες να φτιάχνω χάρτινα καράβια
Και χάρτινα κινέζικα πουλιά
Μια μέρα είπαμε καιρός πια να εφεύρουμε την δική μας γραφή
να μην την ξέρει άλλος
Τη ζωγραφίσαμε στο πι και φι
κοντά σ'ενα ποτάμι, πάντα ένα ποτάμι
τη θυμάσαι ακόμη εκείνη τη γραφή;

Κι εφεύραμε ένα σωρό πράγματα από τότε
τη σαντιγύ
τον ήλιο
τις αυπνίες
την παλίρροια
το σκούρο μπλε
τα θυμασαι όλα;

Ό,τι δεν χώραγε στις λέξεις
το κάναμε μικρές μικρές σημαιούλες πολύχρωμες.
Θυμάσαι πως τις ανεμίζαμε;
Το μαγικό δωμάτιο που άλλαζε σχήμα ανάλογα με τη στάση του κορμιού μας
το θυμάσαι;
κι ήταν φορές που γινότανε ολοστρόγγυλο
Θυμάσαι πότε;

Μαζί διαβάζαμε τα πιο ωραία παραμύθια
Κι όταν μας τέλειωσαν
αρχίσαμε να παίζουμε δικά μας παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό ήτανε δυο
ΘΥΜΑΣΑΙ;

Ήτανε δυο κι ήτανε σαν ένας
ένας και πολλοί μαζί
Χωρίζαμε για λίγο μόνο
γιατί αλλιώς
πως θ' ανταμώναμε ξανά;
Και σου 'γραφα κάθε στιγμή
κάτι τεράστια γράμματα
Μου ΄γραφες και συ ακόμη πιο τεράστια.

Μια φορά όμως που άργησες
πρόλαβε κι ήρθε ο χειμώνας
που κράτησε όσο πέντε.
Κι όταν τέλειωσε
ήρθε πάλι χειμώνας ακόμη πιο βαρύς
Και δεν μπορούσες να γυρίσεις
Έμεινες μακριά
Και μου ΄γραψες
Η πιο μεγάλη απόσταση είναι ο χρόνος...

Μπορεί...
όμως..
τα πιο ωραία μας ταξίδια
δεν τα ταξιδέψαμε ακόμη

Σε περιμένω...
ΕΛΑ

Θα μετρήσω ώς το δέκα ....

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον,

είμαστε κιόλας νεκροί..

Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό

έξω απ' την πόρτα σου,

εσύ θα ξέρεις,

πως πέθανε σφαγμένος

απ' τα μαχαίρια του φιλιού,

που ονειρευότανε για σένα..

Ποδοπάτησε με,

να έχω τουλάχιστον την ευτυχία

να μ'αγγίζεις..

ΑΝΑΜΟΝΗ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ

Σε περιμένω
Μη ρωτάς γιατί
Μη ρωτάς τι περιμένει κείνος που δεν έχει τι να περιμένει
κι όμως περιμένει

Γιατί σαν πάψει να περιμένει είναι σαν να παύει να βλέπει, σαν να παύει να κοιτά τον ουρανό, να παύει να ελπίζει, σαν να παύει να ζει

Αβάσταχτο είναι...πικρό είναι να σιμώνεις αργά στ'ακρογυάλι
χωρίς νά'σαι ναυαγός
ούτε σωτήρας
αλλά ναυάγιο

Σε περιμένω
Μη ρωτάς
Μη ρωτάς τι περιμένει ένας που χάθηκε στην έρημο
ένα δέντρο, λίγο νερό, ένα δρόμο
προπάντων ένα δρόμο περιμένει
κι ας μη βγάζει πουθενά...

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

''Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα.
Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της
ευτυχίας
αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό
αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω
πόσο σου πήγαιναν.
Α, θάθελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου, της μητέρας σου τα
γόνατα που σε γέννησαν για μένα
να φιλήσω όλες τις καρέκλες που ακούμπησες περνώντας με το
φόρεμα σου
να κρύψω σαν φυλακτό στον κόρφο μου ένα μικρό κομμάτι απ το
σεντόνι που κοιμήθηκες.
Θα μπορούσα ακόμα και να χαμογελάσω
στον άντρα που σ' έχει δει γυμνή πριν από μένα
να του χαμογελάσω, που του δόθηκε μια τόση ατέλειωτη ευτυχία.
Γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ τον έρωτα
εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα και πάλι
την ελπίδα.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή!''
(ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ)
Στο στομα μου φιληθηκαν ολοι οι εραστες
Στην καρδια μου οι αποχαιρετισμοι μαντιλια κυματιζαν,
Ολες οι προστυχες προσκλησεις με ματιες και με χειρονομιες
Μ εβρισκαν κατευθειαν στο κορμι που διψαγε
Στο ερωτικο του κεντρο
...Ημουν ολοι οι ασκητες, οι περιθωριακοι, οι ξεχασμενοι ολοι.
(...)
ΑΛΒΑΡΟ ΝΤΕ ΚΑΜΠΟΣ

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Διαλογος αναμεσα σε μενα και σε μενα (Κ.Δημουλα)

Σοῦ εἶπα:
- Λύγισα.
Καὶ εἶπες:
- Μὴ θλίβεσαι.
Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.
Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς
σταματημένο τὸ ρολόι.
Λογικὰ ἀπελπίσου
πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,
ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.
Κι ἂν αἴφνης τύχει
νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.
Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.
Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αὐτοεκθρονίσου
ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..
Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.
Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.
Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,
γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,
τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,
τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,
τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,
ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς
γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,
τὸ εἶπες.

Το μονόγραμμα ( Oδυσσεας Ελυτης)

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο


Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.


ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.


ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει

Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες
Τών Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.


VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !


VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.