Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

Ζακ Πρεβέρ- τα νεκρα φυλλα

Αχ, πόσο εύχομαι να θυμάσαι

τις ευτυχισμένες εκείνες μέρες που ήμασταν φίλοι.

Η ζωή ήταν τότε πολύ πιο λαμπρή,

ζεστότερος κι ο ήλιος από σήμερα.

Νεκρά φύλλα μαζεμένα μια φτυαριά.

Βλέπεις, δεν έχω λησμονήσει.

Νεκρά φύλλα μαζεμένα μια φτυαριά,

αναμνήσεις μα και θλίψεις,

και ο βορινός αγέρας τα πάει μακριά

στην παγερή νύχτα της λήθης.

Βλέπεις, δεν έχω λησμονήσει

το τραγούδι που μου είχες τραγουδήσει:



Είναι ένα τραγούδι σαν εμάς.

Ζήσαμε οι δυο μαζί,

εσύ που με αγαπούσες

κι εγώ που σε αγαπούσα.

Μα η ζωή χωρίζει όσους αγαπιούνται

πιο τρυφερά, με κρότο κανένα

κι η θάλασσα από την άμμο σβήνει

των εραστών τα ίχνη που έχουνε χωρίσει.



Νεκρά φύλλα μαζεύονται, νεκρά φύλλα στοιβάζουν

σαν τις αναμνήσεις, ακριβώς όπως οι θλίψεις.

Μα η αγάπη μου η σιωπηλή και η πιστή

χαμογελά πάντα και ευγνωμονεί τη ζωή.

Σε αγαπούσα τόσο, ήσουν υπέροχη.

Πώς είναι δυνατόν να σε έχω λησμονήσει;

Τότε η ζωή ήταν πολύ πιο λαμπρή,

ζεστότερος κι ο ήλιος από σήμερα.

Η πιο γλυκιά μου φίλη ήσουνα,

μα το να λυπάμαι είναι το μόνο που μου μένει.

Αυτό το τραγούδι που κάποτε άκουγα να μου τραγουδάς εσύ

ξανά και ξανά θα ακούω.

Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κόσμος καὶ ἡ ποίηση (Ν. Βρεττακος)

Ανάσκαψα ὅλη τη γῆ νὰ σὲ βρῶ.
Κοσκίνισα μὲς τὴν καρδιά μου τὴν ἔρημο· ἤξερα
πὼς δίχως τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι πλῆρες
τοῦ ἥλιου τὸ φῶς. Ἐνῷ, τώρα, κοιτάζοντας
μὲς ἀπὸ τόση διαύγεια τὸν κόσμο,
μὲς ἀπὸ σένα - πλησιάζουν τὰ πράγματα,
γίνονται εὐδιάκριτα, γίνονται διάφανα -
τώρα μπορῶ
ν᾿ ἀρθρώσω τὴν τάξη του σ᾿ ἕνα μου ποίημα.
Παίρνοντας μία σελίδα θὰ βάλω
σ᾿ εὐθεῖες τὸ φῶς

Eκεινο-Λειβαδιτης

Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκαιρο
η νοσταλγία του ανέκφραστου-σαν τη θολή, αόριστη
ανάμνηση απ’ τη γεύση ενός καρπού,
που ’φαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουν παιδί,
μια μέρα μακρινή, λιόλουστη—και θέλεις να τη θυμηθής
κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου
γεμίζουν τότε απόνα θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.
Ή ίσως κι από δάκρυα.

Γι’ αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που
Κλαίει.
Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του,
Φιμωμένο και γιγάντιο,
Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

Ευα Ομηρολη

” Αν είναι να αναλωθείς, καταναλώσου για το άγνωστο που έχει πιότερες ελπίδες απο το πεπραγμένο. Το “ήδη” είναι ανίκητο, για αυτό ένα “θα” μας πείθει πάντα όλους. Όμως, ο φόβος βρίσκει νόημα στο πιο μηδαμινό και θέλει τόλμη. Τόλμη είναι να χυθείς ολάκερος, ορμητικά ρευστός, με την κραυγή ενός ΝΑΙ να τα κάνεις όλα να σιγήσουν. Γιατί το να “δεχτείς” είναι το δύσκολο ακόμη και αν νομίζουν ότι υποτάσσεσαι. Η απόλυτη ελευθερία είναι η γενναιότητα μιας τόσης δα αποδοχής..
… Δέχομαι το άγνωστο, δέχομαι τις ήττες μου, δέχομαι τα λάθη μου μαζί με τα σωστά. Το ΜΟΝΟ που επιθυμώ είναι να έχω πάντα επιθυμίες. Τις χτίζω θέλω θέλω, πέτρα πέτρα, δε βιάζομαι. Γιατί “βιάζομα锨σημαίνει προσπαθώ να παρακάμψω όλα τα εμπόδια που με χωρίζουν από το στόχο μου και εμένα στόχος μου είναι όλα τα εμπόδια. ….
Για να μην αφεθώ στην τύχη, κάνω όνειρα. Ο άνθρωπος που δεν κάνει όνειρα είναι το θύμα του τυχαίου. Ή του μοιραίου.”Να μπορούσα μονάχα να βγω στους δρόμους και να φωνάζω “ονειρετείτε!!” …

Mανολης Αναγνωστακης

ΙΙΙ

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
Κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά

Κάμε να σ' ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου
Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας
Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.

(Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς
Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε
Κανένας με γνώριζε.)

Λειβαδιτης (Βροχη)

Αντιο , λοιπον. Ας ανοιξουμε την ομπρελα μας κ ας προσπερασουμε βιαστικα το τελος μιας εποχης.

Λειβαδιτης (οι γερανοι)

Καποτε θα μας πνιξουν τοσα ανειπωτα λογια.

Λειβαδιτης (οι ορτανσιες)

Πηραμε τους μεγαλους δρομους που δε βγαζουν πουθενα...

Λειβαδιτης (Αυτοπροσωπογραφια)

Τοσο φοβισμενος, που οταν μου επαιρναν κατι τους ευγνωμονουσα που μου αφηναν τουλαχιστον την αναμνηση του.