Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας-Λειβαδιτης (αποσπασματα)

Δώσ' μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ' όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή.
...
Πως θ' άνοιγα μια πόρτα όταν δε θα 'τανε για να σε συναντήσω
πως να διαβώ ένα κατώφλι αφού δε θα 'ναι για να σε βρω.
Ήταν σα να 'χε πεθάνει κι η τελευταία ανάμνηση πάνω στη γη.
...
Που είναι λοιπόν ένα χαμόγελο να μας βεβαιώσει πως υπάρχουμε...
...ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.
Kι ήταν σα να 'χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη.
...
Σ' εύρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.
...
Ύστερα ερχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ' όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ' όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας. Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.
...
Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου
τότε που μου χαμογελούσες.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
...
Θυμάσαι εκείνη τη νύχτα που κοιτάζαμε ώρες τον ουρανό
Σε ένιωθα μέσα στα χέρια μου να τρέμεις.
«Αστέρια μου, είπα, κάντε την αγάπη μας λαμπερή κάντε την αγαπημένη μου χαρούμενη. Αστέρια μου, καλά μου αστέρια, κάντε εγώ και εκείνη να πεθάνουμε μαζί»
Κι έτσι αυτή την νύχτα Είχαμε στην μέση των άστρων για πάντοτε παντρευτεί.
...
Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου.
Δινόσουν ολάκερη Και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
Παραμονο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.
Καθώς γδυνόσουν θρόιζαν τα φύλλα ενός δάσους μακρινού.
Ο ουρανός ξαστέρωνε μονομιάς καθώς γδυνόσουνα.

Σα μια αγκαλιά άσπρα λουλούδια
τα εσώρουχά σου πάνω στην καρέκλα.
Κι ύστερα τίποτ’ άλλο παρά η αγάπη μας
τίποτ’ άλλο παρά εγώ και συ
κι ούτε χτες ούτε αύριο
τίποτ’ άλλο παρά μόνο τώρα..
….Σε σκέπαζα ύστερα με το σεντόνι.
Το παιδί μας θάθελα να σου μοιάζει έλεγα.
Όχι, έκανες εσύ.
Το παιδί μας θάθελα να μοιάζει εσένα
...
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά - θυμάσαι;
- μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια.
Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Θυμάσαι, αγάπη μου, "την πρώτη μεγάλη μέρα μας";
...
Κι όταν πεθάνουμε, αγαπημένη μου, εμείς δε θα πεθάνουμε.
Αφού οι άνθρωποι θα κοιτάζουν το ίδιο αστέρι που κοιτάξαμε
αφού θα τραγουδάνε το τραγούδι που αγαπήσαμε
αφού θα ανασαίνουν σ’ έναν κόσμο,
που εγώ κι εσύ τον ονειρευτήκαμε
ε, τότε, αγαπημένη, θα ‘μαστε πιο ζωντανοί από κάθε άλλη φορά
...
Πού είσαι αγαπημένη μου;
Θυμάσαι την ώρα που σ’αποχαιρέτησα και το μυρωμένο φιλί
που αποτύπωσες στα χείλι μου;
Εκείνο το φιλί μου έμαθε πώς όταν δυο άνθρωποι ενώνονται στα Έρωτα.
Αποκαλύπτουν ουράνια μυστικά
που η καρδιά δεν μπορεί να προφέρει!
Τα φθαρτά σώματά μας θα πρέπει να χωρίσουν για κάποιο φθαρτό σκοπό,
αλλά το πνεύμα παραμένει ενωμένο στα χέρια της αγάπης.

Θα ξανασυναντηθούμε μια μέρα
Και τότε όλα τα αστέρια
και όλα τα τραγούδια
θα είναι δικά μας.

Τάσος Λειβαδίτης - Οι τελευταίοι (Απόσπασμα)

Νύχτα. Κι οι δυο σκιές, εκεί, στο ερημωμένο οικόπεδο
σαν δυο μικρά έντομα πιασμένα,
στην πελώρια αράχνη του φεγγαριού.

Κάθε τόσο ακουγόταν πυροβολισμοί στο βάθος.
-Μα δε βλέπεις, χαθήκαν όλα. Φύγε! Είπε εκείνη.
Ο άντρας φόρεσε το κράνος του. Δε μίλησε.
-Λυπήσου τη ζωή σου, του ξανάπε. Σ’ αγαπώ!
Και πάλι ο άντρας δε μίλησε.
Τη φίλησε βιαστικά και χάθηκε μες στο σκοτάδι.
Πολεμούσε.

Τον ξαναντάμωσα έπειτα από χρόνια.
Έβγαινε με τα χέρια στις τσέπες από να σφαιριστήριο.
Με γνώρισε.
«Παρά λίγο να σκοτωθώ τότε» είπε
«Τώρα πάνω σ αυτά τα ξύλινα ανθρώπινα ομοιώματα
προσπαθώ να σκοτώσω ότι απόμεινε από μένα.» Γέλασε...
Κι ύστερα μ έναν άλλο τόνο-σχεδόν εκδικητικό:
«Μου δίνεις πενήντα δραχμές;;; ξέρεις,
έχω δυο χρόνια να κοιμηθώ με γυναίκα.»

Και θυμήθηκα εκείνη τη ραγισμένη φωνή
μέσα στην παγωνιά του φεγγαριού..
«Λυπήσου τη ζωή σου. Σ' αγαπώ !!!»
Και πέφταν πυροβολισμοί και δε μας σκότωναν...

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Aλκυονη Παπαδακη

Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της και καλωσόριζε τα όνειρά μας....
Αν το καράβι μας έφτανε φωταγωγημένο στο λιμάνι που είχαμε διαλέξει....
Αν στην προβλήτα μας περίμεναν, με ανθοδέσμες και χειροκροτή,ατα ,όλοι αυτοί που αγαπήσαμε....
Αν τόσες φορές ,παρασυρμένοι από το τραγούδι των σειρήνων,δεν είχαμε χάσει τη ρότα μας....
Αν δεν είχαμε κρυφτεί λαθραία σε λάθος όνειρα....
Αν όλα αυτά που γυάλιζαν και τα μαζέψαμε με τόση αφοσίωση και στοργήξέραμε από την αρχή πως δεν ήταν χρυσάφι.....Μπορεί και να το ξέραμε ,αλλά μας έφαγε η ουτοπία.
Αν δεν είχαμε ξεπουλήσει σε γαλίφηδες εμπόρους τα τιμαλφή μας,για λίγες γουλιές παρηγοριάς....
Αν δεν είχαμε αφήσει την πόρτα της ψυχής μας ανοιχτή,για να βρουν άσυλο οι κατατρεγμένοι....Τι απερισκεψία κι αυτή!Πάντα τους ληστές τους περνούσαμε για κατατρεγμένους.
Αν ξέραμε να διαβάζουμε εγκαίρως τα σημάδια των καιρών και να προβλέπουμε καταιγίδες.......
Αν φορούσαμε στολές παραλλαγής....Αυτό είναι σίγουρο μέσον για να πετύχεις.Μα εντελώς το αψηφήσαμε!
Εμείς ακόμα και τη νιτσεράδα για τις βροχές που κάποιος προνοητικός-δεν μπορεί πάντα υπάρχει ένας τέτοιος στο περιβάλλον μας-έχωσε στις αποσκευές μας,τη χαρίσαμε στον πρώτο τεμπέλη ψαρά.Έτσι.....Γιατί μας άρεσε το χαμόγελό του.....
Αχ,αυτή η λάθος εκτίμηση....Ο υπερβάλλων ζήλος...Η περιττή γεναιοδωρία!
Αν είχαμε υψώσει έναν τοίχο για να προστατέψουμε τη ζωή μας...Ένα ανάχωμα έστω.Μια ξερολιθιά.
Αν δεν είχαμε μπερδέψει τα σημεία του ορίζοντα και περιμέναμε να βγει ο ήλιος από τη δύση...Πόσος χαμένος χρόνος ,αλήθεια!
Αν δεν χαμογελούσαμε ,με κείνο το ηλίθιο χαμόγελο,σ'αυτόν που ερχόταν καταπάνω μας μ'ενα σουγιά....Λέγαμε αποκλείεται!Άλλη θα είναι η πρόθεσή του.
Αν δεν δίναμε ραντεβού με την ψυχή μας ,πέρα από τα όριά της....
Αν δεν κάναμε τον κλόουν,με στόχο να διασκεδάσει η ομήγυρις και να ξεχάσει τον καυμό της....
Αν όλος ο κόσμος ήταν ένα κουκούλι που θα μας προστάτευε και μέσα εκεί,με όλη μας την άνεση,θα γινόμασταν από σκουλήκια πεταλούδες.....
Αν...Αν....
Αν ήταν όλα.... αλλιώς!
Άντε καλέ!
Μα τότε ,πως θα ξεχωρίζαμε το φως που κλείνου μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας;

ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ – Το Χρώμα του Φεγγαριού

(…)
Αύριο θα ‘ναι μια καινούρια μέρα, αγόρι μου. Πλύσου, χτενίσου, ψιθύρισε ένα τραγουδάκι και ξεκίνα.
Δεν ξέρω τίποτα άλλο να σου πω. Έζησα τόσα χρόνια σε τούτη τη γη. Δεν αρνήθηκα ποτέ τα λάθη μου.
Δε γουστάρω τους ανθρώπους που είναι ατσαλάκωτοι. Αξίζει να ζεις μέσα στη γυάλα, από το φόβο μην
πληγωθείς; Αξίζει να βάζεις αμπάρες στην ψυχή σου, από το φόβο μην μπει κανείς και σε ληστέψει;
Ζήσε τη ζωή σου ελεύθερα. Κι όταν τσακίζεσαι, να ‘χεις το θάρρος να λες: Με γεια μου με χαρά μου.
Φτου κι από την αρχή τώρα. Όχι κακομοιριές και κλαψούρες. Η ζωή είναι όμορφη, παλικάρι μου, μόνο
όταν τη ζεις. Όταν κυλιέσαι μαζί της. Πότε σε λασπουριές και πότε σε ροδοπέταλα. Κράτα τις αναμνήσεις σου και προχώρα….
(…)

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Eυα Ομηρολη

Τέτοια ομορφιά στη ζωή μου δεν ξανάδα. Το στόμα της έμοιαζε σαν να βύζαινε ολημερίς δαμάσκηνα- κατακόκκινα χείλη, πληγωμένα απ' τις ηδονές που δεν χόρταινα να φιλώ, να γεύομαι. Και καθώς γέμιζε ο έρωτας μας απο χρόνο κι εμπειρίες και φτάσαμε πια να γελάμε με τα ίδια αστεία κι όλες οι αναμνήσεις μας να' ναι κοινές, συνειδητοποίησα με τρόμο πως η ζωή μου είχε στ' αλήθεια αρχίσει μες στα μάτια της. Στα μάτια της που σαν αβασίλευτοι ήλιοι έκλειναν πάνω στα "σ' αγαπώ" μου. Και δεν μου ζήτησε ποτέ τίποτα, πανέτοιμη να δώσει τα πάντα μέσα απο μια προσφορά-ανακούφιση. Και η μόνη της ανάγκη ήταν να τα δεχτώ.
Έτσι κλεισμένοι μες στον έρωτα, σαν αναυαγοί σε νησί ερημικό, ζούσαμε απόκοσμα και κρυφά κι ούτε μια στιγμή δεν σκεφτήκαμε την ώρα του τέλους, το χωρισμό. Στο δικό μας ξεχασμένο κόσμο, οι ώρες που ήμασταν χωριστά ήταν διαλείμματα έξω απ' την ζωή και καταντήσαμε να ζούμε μες στην αναμονή της επόμενης συνάντησης."

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Eυα Ομηρολη

"Ο ευατός μας είναι το μόνο που έχουμε σίγουρα. Μπορούμε να μοιραστούμε ένα κομμάτι μας με κάποιον, αλλά δεν πρέπει να του το δώσουμε. Γιατί, όσο κοντά μας κι αν είναι αυτός ο κάποιος, το κομμάτι που πριν ήταν δικό μας, πάντοτε θα μας λείπει. Σκέψου, με κάποιον που αγαπάς μοιράζεσαι το σώμα σου- τα χέρια σου, το κεφάλι σου, το στήθος σου.. Φαντάσου να κόψεις το χέρι σου και να του το χαρίσεις. Όσο κοντά σου κι αν είναι αυτός ο κάποιος, εσύ θα είσαι για πάντα πια με ένα χέρι. Κι αργά ή γρήγορα, θα βρεθείς αντιμέτωπος με την αλήθεια: όσο κι αν σε αγαπά, θα προτιμούσε να ήσουν αρτιμελής!"

Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή συμφωνία ΧVI

Δε μας νοιάζει
τι θ' αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.

Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.

Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή τού απείρου.

Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.

Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.

Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα τής θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.

Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.
Κλείσε τα μάτια.

Ευα Ομηρολη

"O έρωτας; Ψάχνει να νιώσει την ψυχή να γοητεύεται, να ερεθίσει τ' άψυχα χωρίς ντροπή, να δώσει και να δώσει χωρίς ν' αφήσει τίποτα. Να ξεχειλίσουν οι αισθήσεις, να πνιγείς στην ηδονή. Να χάσεις και το τέλος, να ξεχάσεις την αρχή. Ο έρωτας είναι η ανάγκη της ψυχής μας που αφουγκράζεται. Με την πρώτη ευκαιρία θα βγει να μας θερίσει. Ο έρωτας είναι εκείνο που παραμονεύει στην σκιά. Το πιο μάταιο απ' όλα τ' άλλα. Το τέλειο."

Αλκυονη Παπαδακη

Να ονειρεύεσαι, μου 'λεγε ένας φίλος που μ' αγαπούσε και με ήξερε καλά. Τα όνειρα, συνήθως, προδίδουν. Παραπλανούν. Καμιά φορά και σκοτώνουν.
Όμως, δε γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι. Δεν έχει νόημα. Δεν έχει ουσία.
Να ονειρεύεσαι!
Κοίτα μόνο να 'χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου. Τότε σώζεσαι.
Και ποιά είναι η έξοδος κινδύνου; Τίποτα δεν είναι στη ζωή το παν! Έχει και παρακάτω ...; Έχει κι άλλο ...; Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα! Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου! Όταν ένας άνθρωπος έχει ενδώσει εντελώς στο πάθος του, είναι μάταιο να προσπαθείς να του αλλάξεις τακτική. Είναι όπως ακριβώς ο τζόγος. Όσο χάνεις, τόσο κολλάς. Έχει μια περίεργη γλύκα η αυτοκαταστροφή.

Κικη Δημουλα

...πάλι σε συγχωρώ
πάλι σε ονειρεύτηκα
αύριο πάλι αύριο
θα σου το ξαναπώ
πάλι θα μου ζητήσεις
λογική εξήγηση
πάλι θα σου απαντήσω ότι
να αντέξεις είναι το ζητούμενο
όχι να καταλάβεις...

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Rainer Maria Rilke

Σβήσε τα μάτια μου, μπορώ να σε κοιτάζω
τ' αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ' ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να 'ρθω σ' εσένα και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω
σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη,εγώ μέσα στο αίμα μου θα σ' έχω πάλι...

Kατερινα Γωγου

Είναι επειδή είμαστε παρέα με το παιδί
κι αμέτρητες φορές- αγκαλιά απʼτη μέση
μετρήσαμε τʼάμέτρητα τʼάστρα
και κείνα που λέγανε για καλύτερα χρόνια
τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό
για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
τα πλοία που δεν άραξαν
κι είναι επειδή μια και κάτω
κατεβάσαμε όλα τα ξινισμένα κρασιά
και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
γεμάτα παράπονο-παιδιακίσα πράγματα-
τον Ιούλιο κάποτε
Γιʼαυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γιʼαυτό αν τύχει και μʼαγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
πώς θα μʼαγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ .
Κι εκεί.»

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Mε την πρωτη σταγονα της βροχης (Οδυσσεας Ελυτης)

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!

Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα

Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας
τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας
τώρα που οι μακρυνές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα

Κι είμαστε μόνοι ολομόναχοι
τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.

Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα

Pablo Neruda

Μπορώ να γράψω απόψε τους πιο θλιμμένους στίχους
Να γράψω λόγου χάρη
«Ξάστερη που΄ναι η νύχτα ,γαλάζια τουρτουρίζουν στον ουρανό τʼ αστέρια».
Νύχτα και στροβιλίζεται μελωδικά τʼ αγέρι

Μπορώ να γράψω απόψε τους πιο θλιμμένους στίχους:
Την αγάπησα. Κάποτε μʼαγάπησε και εκείνη.
Σε νύχτες σαν και τούτη στα χέρια μου την κράτησα, την φίλησα χίλιες φορές κάτω απʼ το φως τον άστρων.

Πώς να μην αγαπήσω ταʼ απέραντα της μάτια;
Η ίδια η νύχτα κάνει να ασπρίζουν τα ίδια δέντρα.
Εμείς, οι εμείς του τότε, δεν είμαστε πια ίδιοι.

Τώρα πια δεν την αγαπώ και ας την αγάπησα τόσο.
Αέρι η φωνή μου γινόταν για να παίξει στο αυτί της.

Τώρα κάποιου άλλου θαʼναι, όπως πριν των δικών μου φίλιων, το κορμί της και τα απέραντα μάτια.

Όχι πια δεν την αγαπώ, αν και ίσως να γελιέμαι.
- Η αγάπη αν είναι σύντομη, ράθυμη η λησμοσύνη-

Ακόμα κι αν τούτος ο πόνος είναι ο στερνός που μου δίνει κι αν οι στίχοι αυτοί θα ναι οι στερνοί που της γράφω.

Απουσια (Pablo Neruda)

Μόλις σε άφησα,
έρχεσαι μαζί μου, κρυστάλλινη
ή τρεμάμενη,
ή ανήσυχη, πληγωμένη από μένα
ή ξέχειλη από έρωτα,
καθώς τα μάτια σου
σφαλίζονται πάνω στο δώρο της ζωής
που αδιάκοπα σου αφήνω.

Αγάπη μου,
συναντηθήκαμε
διψασμένοι και
ήπιαμε όλο το νερό και το αίμα,
βρεθήκαμε
πεινασμένοι
και δαγκωθήκαμε
όπως δαγκώνει η φωτιά,
αφήνοντας πάνω μας πληγές.

Αλλά περίμενέ με,
φύλαξέ μου τη γλύκα σου.
Εγώ θα σου δώσω
κι ένα τριαντάφυλλο.

H φυγη (Γιωργος Σεφερης)

Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.

H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.

Kι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ' όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.

Ντινος Χριστιανοπουλος

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Nα μεινει (Καβαφης)

Η ωρα μια την νυχτα θατανε,
ή μιαμισυ.
Σε μια γωνια του καπηλειου,
πισω απ'το ξυλινο το χωρισμα.

Εκτος ημων των δυο το μαγαζι ολως διολου αδειο.
Μια λαμπα πετρελαιου μολις το φωτιζε.
Κοιμουντανε, στην πορτα, ο αγρυπνισμενος υπηρετης.

Δεν θα μας εβλεπε κανεις. Μα κιολας
ειχαμεν εξαφθει τοσο πολυ,
που γιναμε ακαταλληλοι για προφυλαξεις.

Τα ενδυματα μισανοιχθηκαν-πολλοι δεν ησαν
γιατι επυρωνε θειος Ιουλιος μηνας.

Σαρκας απολαυσις αναμεσα
στα μισοανοιγμενα ενδυματα,
γρηγορο σαρκας γυμνωμα-που το ινδαλμα του
εικοσι εξι χρονους διαβηκε. Και τωρα ηλθε
να μεινει μες στην ποιησιν αυτη.

Αν με ξεχασεις (Pablo Neruda)

Ένα
θέλω να ξέρεις.

Ξέρεις πώς είν'αυτό:

Αν κοιτάξω
το κρυστάλλινο φεγγάρι, το κόκκινο κλαδί
του αργού φθινοπώρου στο παράθυρό μου,
αν αγγίξω
πλάι στη φωτιά
την ατάραχη στάχτη
ή το ρυτιδωμένο σώμα του ξύλου,
όλα με φέρνουν σε σένα,
λες και ό,τι υπάρχει,
αρώματα, φως, μέταλλα,
είναι μικρά πλεούμενα που ταξιδεύουν
προς τα νησιά σου που με περιμένουν.

Μα..
Αν λίγο λίγο πάψεις πια να μ'αγαπάς,
θα πάψω κι εγώ να σ'αγαπώ.. λίγο λίγο.

Κι αν ξαφνικά με ξεχάσεις,
μην ψάξεις να με βρεις
θα σ'έχω ήδη λησμονήσει.

Αν θεωρήσεις ότι κρατάει πολύ κι είναι τρελός
ο άνεμος από σημαίες
που περνάει απ'τη ζωή μου
κι αποφασίσεις
να με αφήσεις στην όχθη
της καρδιάς που έχω ρίζες,
σκέψου
πως εκείνη τη μέρα,
την ώρα εκείνη,
θα σηκώσω τα χέρια
και θα βγουν οι ρίζες μου
για να βρούνε άλλη γη.


Όμως
αν κάθε μέρα,
κάθε ώρα,
νιώθεις προορισμένη για μένα
με γλυκύτητα αψεγάδιαστη..
Αν κάθε μέρα ανεβαίνει
ένα λουλούδι στα χείλη σου για να με βρει..

Αχ αγάπη μου, δικιά μου,
μέσα μου όλη τούτη η φωτιά θα επαναλαμβάνεται.
Μέσα μου τίποτα δε θα σβήσει ούτε θα ξεχαστεί..
Η αγάπη μου τρέφεται από την αγάπη σου, αγαπημένη,
κι όσο θα ζεις, θα είναι μες στην αγκαλιά σου,
χωρίς απ'τη δική μου να φύγει.

Γυμνο σωμα (Γιαννης Ριτσος)

Ι.
Είπε:
ψηφίζω το γαλάζιο.
Εγώ το κόκκινο.
Κι εγώ.

Το σώμα σου ωραίο
Το σώμα σου απέραντο.
Χάθηκα στο απέραντο.

Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.

Όσο απομακρύνεσαι
Σε πλησιάζω.

Ένα άστρο
έκαψε το σπίτι μου.

Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.

Η γλώσσα μου στο στόμα σου
η γλώσσα σου στο στόμα μου-
σκοτεινό δάσος.
Οι ξυλοκόποι χάθηκαν
και τα πουλιά.

Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.

Τα χείλη μου
περιτρέχουν τ' αφτί σου.

Τόσο μικρό και τρυφερό
πως χωράει
όλη τη μουσική;

Ηδονή-
πέρα απ' τη γέννηση,
πέρα απ' το θάνατο.
Τελικό κι αιώνιο
παρόν.

Αγγίζω τα δάχτυλα
των ποδιών σου.
Τι αναρίθμητος ο κόσμος.

Μέσα σε λίγες νύχτες
πως πλάθεται και καταρρέει
όλος ο κόσμος;

Η γλώσσα εγγίζει
βαθύτερα απ' τα δάχτυλα.
Ενώνεται.

Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ο σφυγμός μου.

Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κι εννιά δευτερόλεπτα.

Τι να τα κάνω τ' άστρα
αφού λείπεις;

Με το κόκκινο του αίματος
είμαι.
Είμαι για σένα.

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Παραιτηση (Σοφια Στρεζου)

Ποιος φεύγει πρώτος
και ποιος νοιάζεται,
ο πόνος είναι ίδιος
σε ανοιχτές γραμμές αποχωρισμού
όταν τα αισθήματα κόβονται
μοιράζονται σε ξένες στεριές
με πολιορκίες ψεύδους
με αιμορραγούμενα άλλοθι
στην ηχώ μιας απουσίας
στους αδιάφορους μαγνητισμούς του λευκού
που τώρα έλκουν την δική σου παράνοια
νοσηλεύοντας τις μνήμες
εκείνες που μια-μια έχτισες
σε άδεια κάμαρα
κλείνοντας όλα τα παράθυρα στο φως.

Φτωχότερες οι λέξεις, δεν κραυγάζουν
δεν συνωμοτούν στην άκρη του απεγνωσμένου,
εμφυτεύουν απώλειες διπλωμένες
σε μαντήλια που χώρεσαν δάκρυα
μιας φυγής ανυπότακτης
με κλεμμένα λάφυρα ασήμαντης νίκης
στην σημαντικότητα μιας ήττας
που κέρδισε χρόνο με σπασμένες μέρες
γεμάτες ήλιο και φεγγαριού λάμψεις.

Τώρα οι νύχτες επιστρέφουν
κι οι πτώσεις γίνονται πτήσεις
σ' ανείπωτες αλλαγές που ο καιρός φέρνει
στα σύνορα των ποιημάτων
καταγράφοντας την δική σου παραίτηση.

Σοφια Στρεζου

Έφτανε ένα καλοκαίρι
για να παγιδεύσει ένα τίποτα
ένα βλέμμα κρυμμένο
σε μοναχικά ταξίδια
εξερευνώντας μια σκιά σε άδειο δωμάτιο
με το φθινόπωρο να φέρνει φθορά
σε πνιγμένες σιωπές
χωρίς να φθάνει η ανατροπή
από την υπέρβαση που δεν έγινε ποτέ.

Έμειναν οι χάρτες που τα λόγια ζωγράφιζαν
όταν ακούμπαγαν στις πληγές
που με δάκρυα πλένονταν
με φωνές
με θυμό
με αγάπη
στάζαν λέξεις τα ποιήματα.

Έφευγαν-γύρναγαν-ξαναγύρναγαν
για να φράξουν αισθήματα
νερά που έτρεχαν αλόγιστα
στο ποτάμι της μοναξιάς
να συλλέγουν
να κάνουν φράγματα
να περισσεύει το κύμα
που στον βράχο έσπαγε
στο τέρμα της απόκρυφης σκέψης
εκεί που το αδύνατο έσμιγε με το δυνατό
κι έπρεπε να αντιμετωπισθεί
ως πράξη αρχής που γίνεται τέλος
χωρίς ελπίδα
χωρίς ίχνη στη διαδρομή
που το ρεύμα ακολουθεί παράφορο
σε ώρες
σε χρόνο
σαν παράλογο
σαν παράνομο
σαν παράπονο
γητεύοντας πληγωμένες αισθήσεις
σε φεγγαρολουσμένα τοπία.